Ο Δημήτρης “Τζίμης” Αρμάος, γνωστός και σαν “Τζιμ Αρμάου”, ήταν παλαιστής της ελευθέρας πάλης, του κατς και μασίστας.
Της: Έπη Τρίμη
Ήταν διάσημος στην Ελλάδα για την μυική του δύναμη, η φήμη του έφτασε σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αποκαλούνταν ο “νέος Ηρακλής” ή “Τζίμης ο Τίγρης”.
Ο Τζίμης Αρμάος γεννήθηκε στον Βόλο το 1933 αλλά έμεινε ορφανός από μητέρα και πατέρα μόλις ενός έτους και κατέληξε σε ορφανοτροφείο στην Αθήνα. Ξεκίνησε από την ελευθέρα πάλη όπου κατακτώντας τίτλους στην Ελλάδα συνέχισε την καριέρα του στην Γερμανία κατακτώντας συνολικά 183 τίτλους.
Ο Τζίμης Αρμάος έκανε καριέρα στις ΗΠΑ στην επαγγελματική πάλη (Κατς), πρωταθλητής στα μεσαία βάρη, όπου λόγω της φήμης του έγινε σωματοφύλακας του Φρανκ Σινάτρα, ένας από αυτούς που γοητεύτηκαν από τον Αρμάο ήταν και η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ.
Την ίδια περίοδο γνώρισε και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου με τον οποίο δέθηκαν και τις δύσκολες μέρες που ακολούθησαν τον βοήθησε να επιβιώσει….
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα την δεκαετία του 70 ο Τζίμης Αρμάος συνέχισε σαν μασίστας δίνοντας παραστάσεις μυικής δύναμης στους δρόμους. Το 1984 μετά από ατύχημα σταμάτησε να αγωνίζεται έχοντας μεγάλο βιοποριστικό πρόβλημα έως τον θάνατο του όπου αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα μετάλλια και κύπελλα του.
Το 1966 ο Παντελής Βούλγαρης γύρισε την ταινία Τζίμης ο Τίγρης βασισμένη στην Ζωή του Αρμάου.
Ο Τζίμης Αρμάος έφυγε αθόρυβα τον Αύγουστο του 1999 σε μια μικρή γκαρσονιέρα της οδού Διπύλου στην πλατεία Κουμουνδούρου. Γύρισε κάθε γωνιά της Ελλάδα. Ακούραστος μιλούσε για την αξία του αθλητισμού και έκανε επιδείξεις δύναμης. Μετά τον τραυματισμό του,μέχρι και την τελευταία στιγμή, πίστευε πως κάτι θα αλλάξει….
Εξασθενημένος τα τελευταία χρόνια λόγω των καρδιαναπνευστικών προβλημάτων που
αντιμετώπιζε, ο θάνατος τον βρήκε τις απογευματινές ώρες της Κυριακής. Η καρδιά του τον πρόδωσε. Αισθάνθηκε δυσφορία και έγειρε στο κρεβάτι του. Οι φίλοι του, οι ιδιοκτήτες του καφενείου της οδού Διπύλου, Γιώργος και Χριστίνα Μανθέλα, ανησύχησαν. «Ερχόταν στο καφενείο κάθε μέρα και μας έκανε συντροφιά μέχρι την ώρα που κλείναμε» μας λένε. «Τον περιμέναμε το απόγευμα της Κυριακής, αλλά δεν ήρθε. Υποθέσαμε ότι θα είχε επισκεφθεί φίλους του.
.
Ανησυχήσαμε επειδή δεν φάνηκε ούτε την επόμενη μέρα. Πήγαμε στο σπίτι του, χτυπήσαμε το κουδούνι, αλλά δεν πήραμε απάντηση. Γνωρίζαμε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά του και υποψιαστήκαμε ότι κάτι του είχε συμβεί. Δυστυχώς οι υποψίες μας επιβεβαιώθηκαν. Την Τρίτη το μεσημέρι ειδοποιήσαμε την Αστυνομία και με τη βοήθεια κλειδαρά ανοίξαμε την πόρτα και τον βρήκαμε νεκρό στο κρεβάτι του».
Η κηδεία του λαμβάνει χώρα στο Α’ Νεκροταφείο, με έξοδα όχι της Πολιτείας όπως θα περίμενε κανείς για έναν τέτοιον θρύλο, αλλά με χρήματα του μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου.