Καθώς η πανδημία της COVID-19 συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, οι μελέτες δείχνουν ότι ο κορωνοϊός περιέχεται στα αεροσωματίδια που παράγονται και εξαπλώνονται μέσω της αναπνοής, του βήχα, του φταρνίσματος ή της συνομιλίας με μολυσμένα άτομα. Επομένως οι ερευνητές επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην ανάπτυξη εργαλείων και μεθόδων που θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη και ταχύτερη απολύμανση επιφανειών και χώρων.
Παρόλο που οι επιστήμονες έχουν διερευνήσει ήδη τη χρήση της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας για την αδρανοποίηση του ιού της γρίπης σε υγρά, η δουλειά που έχει γίνει για την κατανόηση του ρόλου της μη ιονίζουσας ακτινοβολίας, όπως τα μικροκύματα, στη μείωση της μεταδοτικότητας των ιογενών παθογόνων μικροοργανισμών που εμπεριέχονται στα αεροσωματίδια είναι λιγότερη. Τέτοια εργαλεία χρειάζονται αφενός για να περιορίζουν με ασφάλεια τις μολυσμένες ροές αεροσωματιδίων και αφετέρου για να εκθέτουν τα αεροσωματίδια σε ελεγχόμενες, σωστά κατηγοριοποιημένες δόσεις μικροκυμάτων. Μέχρι τώρα, όμως, δεν έχουν γίνει διαθέσιμα.
Στη σχετική δημοσίευση στο Review of Scientific Instruments, ερευνητές από το Ερευνητικό Εργαστήριο Air Force (AFRL) αναφέρουν ότι ανέπτυξαν μια σειρά πειραματικών εργαλείων που έχουν την ικανότητα να παρουσιάσουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ένα μείγμα αεροσωματιδίων με βιολογικά μέσα και με ιό ποικίλης δύναμης, ενέργειας και συχνότητας στην ηλεκτρομαγνητική έκθεση. Οι ερευνητές αναζητούν τρόπους να χαρακτηρίσουν πιο σωστά τα κατώτατα όρια της ενέργειας μικροκυμάτων που χρειάζονται για να αδρανοποιήσουν τα αερομεταφερόμενα ιικά σωματίδια και έτσι να μειώσουν την ικανότητα εξάπλωσης της λοίμωξης.
«Πιστεύουμε ότι ο πειραματικός αυτός σχεδιασμός είναι ικανός για την ουσιαστική διερεύνηση μιας μεγάλης ποικιλίας μηχανισμών αδρανοποίησης. Το εύρος ικανοτήτων είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου και του εύρους των πιθανών μηχανισμών αλληλεπίδρασης που εντοπίζονται στη βιβλιογραφία», αναφέρει ο John Luginsland, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Τα βασικά τμήματα κάθε συστήματος ταιριάζουν σε βασικά στοιχεία βιοασφάλειας, διασφαλίζοντας έτσι τον πολλαπλό και στρωματοποιημένο περιορισμό των παθογόνων οργανισμών. Επιπλέον τα συστήματα έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν την απελευθέρωση της ακτινοβολίας των μικροκυμάτων μέσα στο εργαστηριακό περιβάλλον, πράγμα το οποίο, σε υψηλά επίπεδα, θα μπορούσε ενδεχομένως να παρέμβει στον διαγνωστικό εξοπλισμό και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές.
Κατά τη διάρκεια των αρχικών πειραμάτων, οι ερευνητές από το AFRL εξέθεσαν ένα υποκατάστατο κορωνοϊού ασφαλές για τον άνθρωπο σε μια σειρά μικροκυμάτων σε συχνότητες από 2,8 GHz έως 7,5 Ghz. Αν η έκθεση στα μικροκύματα αποδειχθεί στη συνέχεια επαρκώς αποτελεσματική στη μείωση της μετάδοσης, οι πειραματικές προσπάθειες θα μπορέσουν να συνεχιστούν στη χρήση αεροσωματιδίων που περιέχουν τον SARS-CoV-2 ή άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς που προσβάλλουν τους ανθρώπους.
«Αν η πρακτική αυτή αποδειχθεί αποτελεσματική, η χρήση των μικροκυμάτων μπορεί να δώσει τη δυνατότητα για ταχεία απολύμανση, η οποία προς το παρόν δεν πραγματοποιείται από το υπεριώδες φως ή τον χημικό καθαρισμό σε περιοχές με αυξημένη διασπορά του κορωνοϊού, ενώ ταυτόχρονα θα λειτουργεί σε επίπεδα ασφαλείας συμβατά με την ανθρώπινη παρουσία», καταλήγουν οι επιστήμονες.