Γιώργος Μπαμπινιώτης: Ο εθνικός μας γλωσσολόγος
3 years, 10 months ago
6

Ο καθηγητής ήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή την αντίδρασή του για τη χρήση ξένων λέξεων όπως το click away και το delivery – Τι λέει ο ίδιος, τι του καταλογίζουν οι επικριτές του

«Απαγορευτικό» αντί lockdown, «για το σπίτι» στη θέση του take away, «τροφοδιανομή» σε αντικατάσταση του delivery, «ταχυφαγείο» εμείς, fast food οι άλλοι. Γιατί όχι «ταχυδιανομέας» και «ανεπάνδρωτο» ως εναλλακτικές στα ξενόφερτα courier και drone αντιστοίχως; Ο γλωσσολόγος, πανεπιστημιακός καθηγητής και λεξικογράφος Γιώργος Μπαμπινιώτης δεν αφήνει ξένη λέξη να πέσει κάτω, χωρίς να βρει το αντίστοιχό της στην πλούσια ελληνική γλώσσα. Το ερώτημα είναι αν ανήκει στους εναπομείναντες γλωσσικά ευαίσθητους ή αποτελεί κέρβερο μιας εθνοφρουράς γλωσσικού σωφρονισμού.

Ο ίδιος με αφορμή τις πρόσφατες παρεμβάσεις του περί χρήσης της γλώσσας είναι αφοπλιστικός. Δεν είμαι υπέρ τού «καμία ξένη λέξη στη γλώσσα μας», δηλώνει. «Είμαι εναντίον του κατακλυσμού της γλώσσας μας από ξένες λέξεις». Δεν έχει κι άδικο… Ιδίως όταν πάνε κι έρχονται στην καθομιλουμένη, για παράδειγμα, τα hair style, fashion show, bread factory, pet shop, sex shop, meeting, Black Friday, sales, offshore, rapid test, top model, bachelor και λοιπά ή etc. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις του κόρνερ, του φάουλ, της σέντρας, του γκολ, του νοκ άουτ;

1782696

Πόσο μάλλον για τον κεφτέ, τον μεζέ, το σιρόπι και το γιαούρτι. Και ακόμη το πανέ, τον πουρέ, το ούζο, την πάστα και το σάντουιτς. Θα πρέπει άραγε αυτές τις πικάντικες (και αυτή ξένη λέξη) να τις αντικαταστήσουμε επειδή είναι μουσαφίρισσες (ομοίως ξένη λέξη) στα ελληνικά; Μήπως κάνουν εύθραυστη, διαφθείρουν και υποδουλώνουν την πανάρχαια γλώσσα μας; Ο καταρτισμένος και ευρυμαθής καθηγητής έχει τις πεποιθήσεις του, αλλά όχι και αυταπάτες. Με την αρθρογραφία, τη διδασκαλία, τις αναρτήσεις στο «προσωποδίκτυό» του, δηλαδή στο Facebook, αναδεικνύει τον σεβασμό στη μητρική μας γλώσσα, επισημαίνει τα λάθη και προτείνει ορθές χρήσεις της. Επίσης, με τις τηλεοπτικές του παρεμβάσεις, όπως η εκπομπή της ΕΡΤ «Οι λέξεις φταίνε» μαζί με τη Βίκυ Φλέσσα, το «Σε προσκυνώ, γλώσσα» με την ίδια δημοσιογράφο στο Κανάλι της Βουλής, καθώς και τα «Τρία λεπτά για την ελληνική γλώσσα» στο COSMOTE HISTORY, παράγει έργο υπέρ του πλούτου της ελληνικής γλώσσας.

Την αντίστασή του στην εισβολή ξένων λέξεων στην καθημερινή μας ζωή συνεχίζει σε εκπομπή που προβάλλεται κάθε Τετάρτη στις 11 μ.μ. και έχει τίτλο «Εvening Report», η οποία ακολουθεί την εκπομπή «Brainstorming» στο κανάλι ACTION 24. Για τους σχολαστικούς αυτή η εκπομπή του ίσως θα έπρεπε να ονομάζεται «“Απογευματινή Αναφορά” που έπεται της εκπομπής “Ιδεοθύελλα”», αν και ο ίδιος προτείνει τον όρο «κατιδεασµό» στο κανάλι ΔΡΑΣΗ 24. Εν προκειμένω, όμως, ο καθηγητής δεν είναι κανένα αντίγραφο (replica ή copy paste) του κινηματογραφικού Γκας Πορτοκάλος, πατέρα της Τούλας στην ταινία «Γάμος αλά ελληνικά» της Νία Βαρντάλος. Πρόκειται για σοβαρό, εγγράμματο και διεθνώς αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό που δεν αρκέστηκε στο «The Greeks must have a word for it», που έλεγαν οι Αγγλοσάξονες όταν αναζητούσαν μια λέξη για να αποδώσουν κάθε νέα έννοια που προέκυπτε.

f10
Δύο από τις αναρτήσεις του καθηγητή Μπαμπινιώτη στο Facebook όπου στηλιτεύει τη γενικευμένη χρήση ξενόγλωσσων όρων
f20

Ωστόσο είναι μάλλον δύσκολο, όσο μεγάλο κι αν είναι το έργο κάποιου και σπουδαίος ο εκπαιδευτικός ρόλος του, να επηρεάσει, πόσο μάλλον να οχυρώσει μια γλώσσα. Αυτή είναι υποχρεωμένη, αν όχι καταδικασμένη, να διαμορφώνεται και να εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία, σαν ζωντανός οργανισμός. Η μακραίωνη ροή του ποταμού της ελληνικής γλώσσας κουβαλάει, άλλωστε, οµηρικές, ελληνιστικές, ρωµαϊκές, βυζαντινές, τουρκικές, σλαβικές, αρβανίτικες, αραβικές, ιταλικές, γαλλικές και αγγλικές λέξεις. Κανένα ελιτίστικο και λεκτικά καθαρόαιμο φράγμα δεν της αντιστάθηκε. Παρασύρθηκε, χωρίς κάποια από τα γλωσσικά δάνεια, αντιδάνεια και «φερτά υλικά» να αδυνατίσουν ή να φτωχύνουν το ορμητικό ρεύμα του ποταμού της. Την έχει περιγράψει σαγηνευτικά ο Οδυσσέας Ελύτης στον «Μικρό Ναυτίλο» γράφοντας «Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Αλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Αλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Αλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά».

Η δική του οπτική

f1_810070

Η οπτική του Γιώργου Μπαμπινιώτη διέρχεται από το δικό του πρίσμα. Δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στις προτάσεις του για τη μεταφορά των ξένων λέξεων στα ελληνικά. Για τον ίδιο η γλώσσα δεν είναι μόνο εργαλείο, είναι αξία, θεσμός, ψυχισμός, πολιτισμός, καθολικό γνώρισμα του ανθρώπου. Οπότε, αν φτωχαίνει ο λόγος, φτωχαίνει μαζί και η σκέψη με την οποία οι άνθρωποι πλησιάζουν τον κόσμο. Από αυτή την άποψη προσεγγίζει τη στάση του Τζορτζ Οργουελ στο δυστοπικό έργο του «1984» όπου έγραφε: «Πώς μπορεί κανείς να ελέγξει τους ανθρώπους; Ελέγχοντας και περιορίζοντας τη γλώσσα τους!». Ο Αγγλος συγγραφέας έθετε ως ευθύνη του πολίτη το να σκέπτεται πολύ απέναντι στον ολοκληρωτικό Big Brother, όχι του ομώνυμου reality, για το οποίο ο Ελληνας καθηγητής δίνει ως συνώνυμό του το «εκπομπή καθημερινότητας». Ο Οργουελ εξηγούσε πως η σκέψη θωρακίζει τους πολίτες ενάντια σε εκείνους που με την παρασημασιολογία των λέξεων απεργάζονται τον αφανισμό της. Και τόνιζε ότι οι λέξεις υπάρχουν γιατί υπάρχουν οι έννοιες στο μυαλό μας. Παρομοίως ο Ελληνας πανεπιστημιακός τονίζει ότι η ποιότητα στη γλώσσα είναι ποιότητα στη σκέψη. Τώρα, το πόσο είναι ποιοτικότερο το «φορητό έγγραφο» αντί του PDF, το «βραχυμήνυμα» αντί του tweet και ο «εντοπιστής» αντί του GPS είναι μάλλον θέμα ερμηνείας παρά γλωσσικής ευαισθησίας.

Ο ίδιος πάντως επιμένει, σε οργουελιανό πνεύμα, ότι με τις συντομογραφίες ή τα greeklish έχουμε οδηγηθεί σε έναν κατατεμαχισμένο λόγο, με κίνδυνο την αποξένωση της έκφρασής του από την «εικόνα» της λέξης. Ωστόσο, ο πλέον προβεβλημένος και επιμελής Ελληνας γλωσσολόγος δεν αρνείται τους νεολογισμούς. Προτείνει μάλιστα, αντί της αποστασιοποίησης, δηλαδή της τήρησης αποστάσεων λόγω κορωνοϊού, τη λέξη «αποστασίωση», από τον συμφυρμό της απόστασης και της ίωσης. Μοιάζει λογική αυτή η συνένωση δύο μη συγγενών λέξεων, μια και η αποστασιοποίηση έχει άλλη, μπρεχτική σημασία. Το ερώτημα είναι αν η λέξη -μην την αναζητήσετε στο Google- μετατρέπεται δεξιοτεχνικά μέσω των εγκεφαλικών νευρώνων σε εικόνα ή το αντίστροφο. Γίνεται αντιληπτό ότι κάποιες εργαλειακά τεχνητές εφαρμογές δεν προϋποθέτουν εξοικείωση με τον χρήστη τους. Δεν είναι, ας πούμε, όπως ο «φραπεδόμαγκας» που περιλαμβάνεται στο Χρηστικό Λεξικό του και όλοι, λίγο πολύ, έχουν μια σχηματισμένη φωτογραφία για αυτόν τον φάρο σοφίας, αραχτό στις καφετέριες της γειτονιάς. Εχει, άλλωστε, επικριθεί αρκετά ο Μπαμπινιώτης για λέξεις και φράσεις του ευπώλητου, εμπλουτισμένου σε αλλεπάλληλες εκδόσεις, Λεξικού του, που παραπέμπουν ή σε αυτές αναγνωρίζονται καθημερινοί «λαϊκοί» όροι και χρήση της γλώσσας της πιάτσας. Ο ίδιος απαντά ότι δεν υπακούει σε κανόνες «κόσμιας» πολιτικής ορθότητας παρά μόνο στην επιστήμη του.

Εξάλλου, διαθέτει περίσσευμα χιούμορ και αυτοσαρκασμού, ενίοτε αναμεμειγμένων με ειρωνεία ώστε να αποκρίνεται σε δηκτικά σχόλια. Οπως στο σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου που τον σατίρισε για την επιμονή του στην απόδοση στα ελληνικά ξένων λέξεων της καθομιλουμένης, γράφοντας: «Κι εσύ, Γιώργο μου, εμμένεις στο ιταλογενές Μπαμπινιώτης, εκ του bambino, ενώ διαθέτουμε εξαίσια ελληνικά ονόματα, όπως Μικρούτσικος και Μωράκης». Αυτομάτως σχεδόν ανταπάντησε ο Μπαμπινιώτης αποδίδοντας στο επώνυμο του «Χαν(ι)τζόπουλου», αναγόμενο στο τουρκικό «χάνι», το ελληνικό όνομα «Ξενιστής ή Πανδοχεύς».

Συμπληρώνοντας, «επιχειρώ -γλωσσολογικά εγώ- το ίδιο. Αυτός άρχισε». Θα μπορούσε ενδεχομένως να αναφέρει απλώς ότι έλκει την καταγωγή του από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου, Αιτωλοακαρνανίας. Ενα καλοκαίρι, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, μάλιστα, είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης Ξηρομέρου σε ειδική τελετή στο δημαρχείο του Αστακού. Ως μετρ, πάντως, της γλώσσας και εξπέρ στην ξενάγηση της ετυμολογίας, προτίμησε με στυλ το ευφυολόγημα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι θίχτηκε όταν ο γελοιογράφος Κώστας Μητρόπουλος με το ασυναγώνιστο χιούμορ του τον παρουσίασε ζαλισμένο, τέζα στο έδαφος, συνοδεύοντας το σκίτσο του με τη λεζάντα-διάλογο: «Λιποθύμησε ο κ. Μπαμπινιώτης! Μα τι του είπες; – Merry Christmas!». Μάλλον προσβεβλημένος χαρακτήρισε γλωσσική πρόκληση την «εκτόξευση αγγλιστί» της συγκεκριμένης χριστουγεννιάτικη ευχής. Επικαλέστηκε ακόμη τη συνδρομή της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων. Η αντίδρασή του θεωρείται ότι δεν είχε τη λεπτότητα πνεύματος με την οποία «γνωμάτευσε» στο παρελθόν την «απεύθυνση πλατιού καλέσματος» που είχε εκστομίσει ο τέως πρωθυπουργός. Διακωμώδησε τότε την ετυμολογικά ανύπαρκτη «απεύθυνση» συνδέοντάς την ευρηματικά, δίχως άλλο, με το «απευθυσμένο», δηλαδή το ορθόν τμήμα του παχέος εντέρου.

Τα παιδικά χρόνια

Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1939 στην οδό Πειραιώς στην πλατεία Κουμουνδούρου, μεγάλωσε σε μια μικροαστική αθηναϊκή γειτονιά ανάμεσα στο Μεταξουργείο, στο Θησείο και του Ψυρρή. Ανατράφηκε στους κόλπους μιας αξιοπρεπούς οικογένειας χωρίς ιδιαίτερη οικονομική άνεση. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν οικογενειακός γιατρός, παθολόγος-παιδίατρος, σε μια εποχή που οι συνοικιακοί ιατροί δεν αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Η μητέρα του, οικοκυρά, είχε τη φροντίδα του σπιτιού και τη μέριμνα των παιδιών της. Πορεύτηκε ως οικοδέσποινα σε όλη της τη ζωή έως ότου απεβίωσε σε ηλικία 101 ετών. Ο μικρός Γιώργος Μπαμπινιώτης ωρίμασε γρήγορα, όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής, σε μια κοινωνία που έβγαινε τραυματισμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, από δεινά και κακουχίες, αλλά αισιόδοξη για το αύριο. Δημοτικό πήγε στην πλατεία Κουμουνδούρου και κατόπιν σε εκείνο της πλατείας Θεάτρου. Συνέχισε στο ιστορικό 9ο Γυμνάσιο Αρρένων, με καλούς καθηγητές και επαρκούς ποιότητας διδασκαλία για εκείνα τα χρόνια, που στεγαζόταν τότε στη μεγαλοπρεπή νεοκλασική οικία Εμπειρίκου – Κουμουνδούρου επί της ομώνυμης πλατείας. Μεταξύ των συμμαθητών και ο Αλέκος Φλαμπουράρης.

BABINο
Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης σε νεαρή ηλικία

Στο ίδιο Γυμνάσιο εξέδωσε τη μαθητική εφημερίδα με τίτλο «Μαθητικό Σάλπισμα», ενώ παράλληλα ως καλό χριστιανόπουλο παρακολούθησε με χαρά το Κατηχητικό της Εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Κατηχητής του εκεί ήταν ο απόφοιτος από τον ίδιο Γυμνάσιο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, ο οποίος ενέπνευσε στους νεαρούς κατηχούμενους τον διάλογο και τον προβληματισμό πέραν των θεολογικών κηρυγμάτων. Στην εφηβεία του ανακάλυψε την κλίση του για στενότερη επαφή με τη γλώσσα, σε μια προσπάθεια αυτομόρφωσης, και αυτοκαλλιέργειας, διάβασε με ζήλο νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Πιθανότατα δεν γνώριζε, τότε, ότι ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης εδραίωνε επιγραμματικά στο δοκίμιο «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» ότι οι «Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας, που δεν ήξεραν ελληνικά». Ακουγε ακόμη συστηματικά ραδιόφωνο, το οποίο, εκτός από μουσική απόλαυση, πρόσφερε ικανή εκφορά του λόγου στους ακροατές του. Εισήλθε μετά από εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και ως φοιτητής έγραψε, το 1960, το πρώτο του δημοσίευμα «Περί της Κρητομυκηναϊκής γραφής και γλώσσης». Πήρε πτυχίο το 1962 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία με υποτροφία. Το 1965 παντρεύτηκε τη Ροδάνθη Καραούζα. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, την παιδαγωγό και καθηγήτρια του Αρσακείου Μαρία-Φλώρα, Φλωρίτα, για τους οικείους της, και τον Δημήτρη, επίκουρο καθηγητή Νομικής, από τον οποίο έχει τρεις εγγονές. Το 1973 ο Γιώργος Μπαμπινώτης, ούτε καν 35 χρόνων, εξελέγη τακτικός καθηγητής της Γλωσσολογίας στο ΕΚΠΑ. Εκτοτε παραμένει αδιαλείπτως φωνή ευαισθητοποίησης και προβληματισμού υπέρ του σεβασμού της ελληνικής γλώσσας, την οποία θεωρεί το μεγάλο κεφάλαιο και προνόμιο του πολιτισμού της χώρας. Οχι πάντα χωρίς αντίλογο.

Οι επικριτές του, που είναι πολλοί και ποικίλοι, τον επιτιμούν πως εν έτει 2020 επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο τους όρους που γέννησαν και ανέθρεψαν το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα». Του ασκούν κριτική για τις συντηρητικές απόψεις που εκφράζει με τις υπερβολικές επιφυλάξεις του, παρότι δεν είναι τεχνοφοβικός, για την «εξάρτηση» από το Διαδίκτυο, την τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο, καθώς και για την εκλεκτιστική αντίληψή του περί της γλώσσας. Οι αντίπαλοι του καταλογίζουν και άλλα ακόμη. Ανασύρουν ότι υπήρξε επί χούντας επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» του οπαδού του ολοκληρωτισμού, εκδότη Σάββα Κωνσταντόπουλου. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο έντυπο υπήρξε επικοινωνιακή έπαλξη της δικτατορίας και των πραξικοπηματιών συνταγματαρχών, του κολλάνε άδικα τη ρετσινιά του αντιδημοκράτη και αφήνουν ύπουλα τον υπαινιγμό: «Ποτέ, είπαμε, έγινες καθηγητής;». Τον επιπλήττουν επίσης για τον υποτιθέμενο πολιτικό χαμαιλεοντισμό του -που χρησιμοποιείται αδιακρίτως για τους κομματικά ανένταχτους- από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Του επιρρίπτουν ότι τα βρήκε με τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος, ως υπουργός Παιδείας επί ΠΑΣΟΚ, ζητούσε την επαναφορά των Αρχαίων στα γυμνάσια. Του αποδίδουν ακόμη συμβολή στη σύνταξη του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου επί Ν.Δ., αλλά και ότι ως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, σε συνεργασία με τον προσφιλή του υπουργό Παιδείας Γιώργο Σουφλιά, έκαναν πραγματικότητα το 1992 το παλιό όνειρο του Μπαμπινιώτη για επαναφορά από το πρωτότυπο της διδασκαλίας των αρχαίων στα γυμνάσια όλης της χώρας. Του προσάπτουν επίσης ότι λειτουργεί πατερναλιστικά ως αμετακίνητος νεο-σουλτάνος από το 1987 έως σήμερα, εκλεγόμενος ανά τριετία πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας των Αρσακείων Σχολείων. Αναπόφευκτα τον παρουσιάζουν ως δείγμα διαπλοκής μεταξύ της κρατικής, ακαδημαϊκής και πολιτικής ελίτ. Παραλείπουν, ωστόσο, το μακροχρόνια εποικοδομητικό του έργο από το ίδιο πόστο.

Οι πάσης φύσεως μομφές εναντίον του γιγαντώθηκαν όταν ανέλαβε το 2012 εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Παιδείας επί κυβέρνησης κοινής αποδοχής, του μη εκλεγόμενου πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου. Καθόλου τυχαία επιλογή, μια και από το 2000 έως το 2006 είχε διατελέσει πρύτανης του ΕΚΠΑ, ενώ προΐστατο το 2009, επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία. Στην πραγματικότητα ο Μπαμπινιώτης δεν συμμετείχε σε εκείνη την κυβέρνηση για να παραστήσει τον υπουργό, ούτε και για να φτιάξει όνομα. Να συνεισφέρει ήθελε, όχι να βολευτεί. Παραιτήθηκε από τον υπουργικό μισθό του, αλλά η αλλόκοτη πρότασή του για την ισοβιότητα του υπουργού Παιδείας, χωρίς ο ίδιος να αυτοεξαιρεθεί, ξεσήκωσε θύελλα. Αποτέλεσμα να απογοητευτεί, καθώς όλες του οι πρωτοβουλίες αναβάλλονταν υπό τον ανασταλτικό αντίλαλο: «Ασ’ τες να τις κάνει η επόμενη κυβέρνηση». Αργότερα ξιφούλκησε έξαλλη εναντίον του μερίδα της ριζοσπαστικής Αριστεράς όταν, την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών, διατύπωνε ως έγκυρος γλωσσολόγος ότι δεν ανεχόταν ως μακεδονική μια βουλγαροσερβική, δηλαδή μια σλαβική γλώσσα, που γράφεται με κυριλλικό αλφάβητο. Τον κατήγγειλαν σχεδόν παροξυσμικά ως ακραίο εθνικόφρονα και παρωχημένο εθναμύντορα επειδή χαρακτήριζε τη γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας» «κλοπή της Ιστορίας».

Οπως και να έχει, έστω με τις «παραξενιές» του σε μια υπερτεχνολογική εποχή, ο 81χρονος πολυγραφότατος καθηγητής έχει διανύσει ως μαραθωνοδρόμος τη διαδρομή της αδιάσπαστης ελληνικής γλώσσας. Συνεχίζει και σήμερα, ως προσφάτως διορισθείς άμισθος σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για θέματα ελληνικής γλώσσας, να πιστεύει ακράδαντα στη φράση του Αδαμάντιου Κοραή: «Δεν υπάρχει πιο δημοκρατικός θεσμός από τη γλώσσα. Σε αυτήν μετέχουν όλοι με δημοκρατικήν θα ειπώ ισότητα». Και ας παραπονιέται για την κρίση των ελληνικών. Και ας γκρινιάζει περί γλωσσικής «ακηδίας», δηλαδή αμεριμνησίας, τεμπελιάς και εφησυχασμού, που τείνει να παγιωθεί εν Ελλάδι. Εχει, ωστόσο, σφραγίσει την επιστημονική υστεροφημία του με έναν μεγάλο έπαινο που απορρέει από το κλισέ «το είπε ή το ’γραψε ο Μπαμπινιώτης»! Πότε περιπαικτικά, αλλά κυρίως σοβαρά, αποτελεί τη συχνότερη αναφορά σήμερα όταν κάποιος μιλάει ή ψάχνει για «σπάνιες» ελληνικές λέξεις, καινολεξίες και έννοιες. Τι άλλο παρά επιδοκιμασία, έγκριση και εγκώμιο συνιστά αυτή η παραδεκτή από όλους φράση για το συνολικό έργο του; Ετσι κι αλλιώς, όπως έγραψε ο φιλόσοφος Εμίλ Σιοράν, «κατοικούμε μια γλώσσα παρά μια χώρα». Φτάνει να συνεννοούμαστε εγχωρίως, είτε λέμε virtual reality είτε εικονική πραγματικότητα, Merry Christmas ή Καλά Χριστούγεννα.

protothema.gr