Έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο ESCMID (European Society of Clinical Microbiology and Infectious Diseases) για τη νόσο Covid-19 δείχνει ότι η χρόνια κόπωση εμφανίζεται σε περισσότερους από τους μισούς ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της λοίμωξής τους.
«Η κόπωση είναι ένα συχνό σύμπτωμα σε όσους παρουσιάζουν συμπτωματική λοίμωξη COVID-19. Παρόλο που τα τρέχοντα στοιχεία για τη λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 έχουν χαρακτηριστεί επαρκώς, οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της λοίμωξης παραμένουν ανεξερεύνητές», σχολιάζει ο Δρ. Liam Townsend από το Κολέγιο Trinity του Δουβλίνου που διεξήγαγε την έρευνα.
«Συγκεκριμένα, εγείρονται ανησυχίες σχετικά με το γεγονός ότι ο SARS-CoV-2 έχει προοπτικές να προκαλέσει χρόνια κόπωση, ακόμα και μετά των ανάρρωση των ασθενών. Στη μελέτη μας διερευνήσαμε αν οι ασθενείς που ανέρρωσαν από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός ένιωθαν κόπωση μετά και τη σωματική τους ανάρρωση και αν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην σοβαρή κόπωση και διάφορες άλλες κλινικές παραμέτρους. Εξετάσαμε, επίσης, τις τιμές δεικτών της νόσου μετά το πέρας της λοίμωξης», προσθέτει ο ειδικός.
Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν μια ευρέως χρησιμοποιούμενη κλίμακα (CFQ-11) για να προσδιορίσουν την κόπωση στους ασθενείς που ανέρρωσαν και εξέτασαν τη σοβαρότητα της αρχικής λοίμωξης των ασθενών (ανάγκη εισαγωγής στο νοσοκομείο και σε ΜΕΘ) αλλά και τις προϋπάρχουσες παθήσεις, μεταξύ των οποίων και η κατάθλιψη. Εξέτασαν, επίσης, διάφορους δείκτες της ανοσολογικής άμυνας (λευκά αιμοσφαίρια, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, ιντερλευκίνη-6 και sCD25).
Η μελέτη περιελάμβανε 128 συμμετέχοντες (μέσης ηλικίας 50 ετών, 54% γυναίκες) που εγγράφηκαν περίπου 10 εβδομάδες μετά την κλινική ανάρρωσή τους από τη λοίμωξη, εκ των οποίων οι μισοί και άνω ανέφεραν εμμένουσα κόπωση (52,3%, 67/128) εκείνη την περίοδο.
Όπως αναδείχθηκε από τα στοιχεία, δεν υπήρξε συσχετισμός ανάμεσα στη σοβαρότητα της COVID-19 (ανάγκη για εισαγωγή στο νοσοκομείο, αναπνευστική υποστήριξη ή εισαγωγή σε ΜΕΘ) και την μετέπειτα κόπωση, αλλά ούτε και μεταξύ των κλασικών εργαστηριακών δεικτών φλεγμονής, εναλλαγής κυττάρων (αριθμός ή αναλογία λευκών αιμοσφαιρίων, γαλακτική αφυδρογονάση, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη) ή προ-φλεγμονωδών μορίων (IL-6 ή sCD25) και της κόπωσης μετά τη νόσο.
Γεγονός είναι ότι το γυναικείο φύλο και οι άνθρωποι με προϋπάρχουσα διάγνωση κατάθλιψης/άγχους υπεραντιπροσωπεύονταν σε αυτούς με την κόπωση. Επίσης, αν και οι γυναίκες αντιπροσώπευαν πάνω από τους μισούς ασθενείς στη μελέτη (54%), τα 2/3 αυτών με τη χρόνια κόπωση (67%) ήταν γυναίκες. Και ενώ μόνο ένα από τα 61 άτομα (1,6%) χωρίς κόπωση είχε ιστορικό άγχους ή κατάθλιψης, η αναλογία έφτασε στο 13,4% (9/67) σε αυτούς με τη χρόνια κόπωση.
Οι συγγραφείς καταλήγουν: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ένα σημαντικό βάρος μετέπειτα κόπωσης σε άτομα με προηγούμενη λοίμωξη από SARS-CoV-2, μεταγενέστερα από την έντονη φάση της ασθένειας από COVID-19. Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της αξιολόγησης αυτών που αναρρώνουν από COVID-19 με συμπτώματα έντονης κόπωσης, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της αρχικής ασθενείας και ενδεχομένως να μπορεί να εντοπίσει μια αξιόλογη ομάδα ασθενών για περαιτέρω μελέτες και πρώιμες παρεμβάσεις. Υποστηρίζει, επίσης, τη χρήση μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων για τη διαχείριση της κόπωσης, οι οποίες θα πρέπει να είναι εξατομικευμένες ανάλογα με τις ανάγκες των ασθενών και ίσως περιλαμβάνουν τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής, γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και άσκηση, όπου και όσο είναι εφικτή».