Οι φετινές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν απλά ιδιαιτέρως κρίσιμες αλλά ταυτόχρονα έγιναν και υπό πολύ ιδιαίτερες συνθήκες. Ακόμη και αν τα τελικά αποτελέσματα δεν έχουν επικυρωθεί στα πλαίσια των δικαστικών διαμαχών της εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ το σίγουρο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι πως περισσότεροι Αμερικανοί ψήφισαν στις εκλογές του 2020 από οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία σπάζοντας όλα τα ρεκόρ στις ΗΠΑ.
- Του Παύλου Καραγρηγόρη
Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ ο Τζό Μπάιντεν εξελέγη ως ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ σύμφωνα με τις αναλύσεις των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, περιμένοντας ωστόσο να τελειώσουν και οι δικαστικές διαμάχες του Ντόναλντ Τραμπ που θέλουν να ακυρώσουν ή να ανατρέψουν το αποτέλεσμα σε ορισμένες πολιτείες με το πρόσχημα της εκλογικής νοθείας.
Πάντως σε αντίθεση με τις δημοσκοπήσεις ο Τζό Μπάιντεν δεν κέρδισε εύκολα τις εκλογές αλλά αντιθέτως έπρεπε να περάσουν πολλές μέρες μέχρι να έχουμε ένα τελικό αποτέλεσμα που τοποθετεί τον πρώην αντιπρόεδρο ελάχιστα πιο πάνω από τον Ντόναλτ Τραμπ σε κρίσιμες πολιτείες που όλοι οι ειδικοί πίστευαν πως θα πάνε «άνετα» με το μέρος του Τζο και της Κάμαλα (Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ουισκόνσιν οπού μία δημοσκόπηση έδειχνε τον Τζο Μπάιντεν με προβάδισμα 17 μονάδων ενώ τελικά κέρδισε με διαφορά 0,6%).
Σε μία όλο και πιο χωρισμένη Αμερική γεμάτη κοινωνικές και φυλετικές εντάσεις το κλειδί για τον λευκό οίκο ήταν όπως πάντα το πιο γνωστό μέσο χειραγώγησης της κοινής γνώμης, δηλαδή οι πολιτικές διαφημίσεις. Οι αναλύσεις στο συγκεκριμένο τομέα της εκλογικής διαδικασίας φέρνουν στο προσκήνιο τρομερά συμπεράσματα σε σχέση με το πως οι δύο αντίπαλοι προσπάθησαν να κερδίσουν τις εκλογές.
Η πολιτική διαφήμιση στις ΗΠΑ αποτελεί για χρόνια βιομηχανία δισεκατομμυρίων, αυτό άλλωστε είναι γνωστό σε όλους και αναμενόμενο για μία κοινωνία με τεράστια οικονομική άνεση και συνεχή προσκόλληση σε οθόνες κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Το 2016 για παράδειγμα το συνολικό δαπανημένο ποσό για τις πολιτικές διαφημίσεις ήταν λίγο παραπάνω από 4.000.000.000 δολάρια με την Χίλαρι Κλίντον να ξοδεύει από μόνη της σχεδόν 800.000.000 δολάρια κατά την διάρκεια της εκστρατείας της (σχεδόν τα διπλάσια από τον Τραμπ που τελικά την κατατρόπωσε).
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις ειδικών το συνολικό ποσό για πολιτική διαφήμιση το 2020 αναμενόταν να είναι λίγο παραπάνω από 6.000.000.000 δολάρια, ποσό που συμβολίζει την όλο ένα και μεγαλύτερη επιρροή του χρήματος στην πολιτική ζωή της Αμερικής με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υποψηφιότητα του δισεκατομμυριούχου Μάικ Μπλούμπεργκ που ξόδεψε πάνω από 500.000.000 δολάρια για το δημοκρατικό χρίσμα και απέτυχε να κερδίσει έστω και μία πολιτεία (στην συνέχεια δαπάνησε εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να βοηθήσει τον Τζο Μπάιντεν και άλλους υποψήφιους του δημοκρατικού κόμματος).
Στην πραγματικότητα ακόμη και αυτή η εξωφρενική πρόβλεψη για συνολικές δαπάνες 6.000.000.000$ έπεσε έξω για περίπου ένα δισεκατομμύριο με το τελικό ποσό να ξεπερνά τα 6.700.000.000 δολάρια. Η απόφαση του Facebook κατά τον Οκτώβριο να απαγορεύσει τις πολιτικές διαφημίσεις μέχρι το πέρας των εκλογών έδειξε για άλλη μία φορά την αυξανόμενη επιρροή που έχουν τα σόσιαλ μίντια στην διαμόρφωση απόψεων και συνειδήσεων καθώς και τον μεγάλο κίνδυνο που έπεται των Fake News και της πρωτοκαθεδρίας μίας απρόσωπης ενημέρωσης καθοδηγούμενης από πολυεθνικούς τεχνολογικούς κολοσσούς.
Παρά τη γραμμή που προσπαθούν να περάσουν αρκετά μέσα η εκστρατεία Τραμπ δεν βασίστηκε πάνω στην παραπληροφόρηση και την όξυνση των εντάσεων. Για παράδειγμα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πένς ξόδεψε πάνω από 7.000.000$ σε διαφημίσεις εξαιρετικά ήπιου και πολιτισμένου χαρακτήρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ μόνο τα μισά αυτού του ποσού διοχετεύτηκαν σε διαφημίσεις που σύμφωνα με την Statista δεν έχουν «πολιτισμένο περιεχόμενο».
Τελικά η ανάλυση των exit polls περί μίας κυριαρχίας του Ντόναλντ Τραμπ στους άντρες ψηφοφόρους και του Τζο Μπάιντεν στις γυναίκες φαίνεται να βγαίνει έγκυρη σύμφωνα με τις αναλύσεις των διαφημιστικών δαπανών. Η εκστρατεία Τραμπ πράγματι ξόδεψε περισσότερα χρήματα σε διαφημίσεις που είχαν στόχο αντρικό κοινό στα σόσιαλ μίντια ενώ η εκστρατεία Μπάιντεν προσπάθησε να επικεντρωθεί πάνω στο πέρασμα του μηνύματος της στον γυναικείο πληθυσμό. Σε ό,τι αφορά τα διάφορα ηλικία γκρουπ οι δαπάνες των δύο εκστρατειών φαίνεται να είναι σχετικά ισορροπημένες με εξαίρεση το γκρουπ 18-24 ετών που είναι ιδιαίτερα παραμελημένο.
Ακόμη και αν οι εκστρατείες έχουν ξοδέψει δισεκατομμύρια για να περάσουν το μήνυμα τους μέσω διαφημίσεων φαίνεται πως αυτό δεν πιάνει τόπο. Σύμφωνα με έρευνες το 56% των ψηφοφόρων που τείνουν να ψηφίζουν το δημοκρατικό κόμμα είναι κατά των πολιτικών διαφημίσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ αυτή την άποψη έχουν και το 50% των ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Τα ποσοστά αυτά αυξάνονται για τα άτομα άνω των 65 ετών με το 66% της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας να αντιτίθεται στις πολιτικές διαφημίσεις στα σόσιαλ μίντια.
Η εκστρατεία Μπάιντεν ξόδεψε πάνω από 1.000.000.000$ στην προσπάθεια της να κερδίσει τις εκλογές, με τον Ντόναλντ Τραμπ να μην ξοδεύει ούτε τα μισά, γεγονός που δείχνει την σχετικά ευρεία υποστήριξη μεγάλου μέρους του αμερικανικού πληθυσμού στον 45ο πρόεδρο χωρίς καν να βλέπει συνεχόμενα διαφημίσεις του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε (που για αρκετά ευθύνεται ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ) ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε για άλλη μία φορά να ξεπεράσει τα εμπόδια της μη αντικειμενικής και αρνητικής ειδησεογραφικής κάλυψης από πολλά μέσα ενημέρωσης εις βάρος του, την τεράστια υπεροχή Μπάιντεν στον τομέα των δαπανών καθώς και να αποδείξει πως όσοι ασχολούνται με τις δημοσκοπήσεις σε μεγάλο βαθμό δεν ξέρουν τι κάνουν, ξεπερνώντας τις προβλέψεις των ειδικών για την απόδοση του σε ορισμένες πολιτείες για πάνω από 5 μονάδες.
Το συνολικό ποσό των 6.700.000.000$ πάντως είναι τερατώδες αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό ξεπερνά το ΑΕΠ 40 κρατών ενώ με αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν για ένα χρόνο σχεδόν εξ ολοκλήρου τα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Υγείας της χώρας μας.