Αληθινή ιστορία σε Ελληνικό Χωριό – Ο 80χρονος που την έπεσε στην γιαγιά μου
4 years, 29 days ago
6

Το συγκεκριμένο ποστ είναι από το διάσημο γκρουπ στο Facebook – Τhank you Next (TYN) και το εξομολογείται φίλη μας:

 

Το ΤΥΝ που θα σας διηγηθώ δεν είναι δικό μου., είναι της γιαγιάς μου.

Προειδοποιώ ότι είναι σεντόνι, κι ότι το μεγαλύτερο μέρος είναι γραμμένο στη ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά, όπως μας το διηγήθηκε η ίδια η γιαγιά.

Όσοι μπορείτε, διαβάστε το δυνατά, είναι πιο εύκολα κατανοητό αν ακουστεί.

Είμαστε κάπου μια δεκαετία πριν, ο παππούς μου έχει πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα και η γιαγιά είναι πλέον μόνη. Ετών 78. Όπως συνηθίζεται στα χωριά, συχνά πυκνά περνούν από το σπίτι συγγενείς, φίλοι και γείτονες, να της κάνουν παρέα, να λέει καμιά κουβέντα να περνάει η μοναξιά.

Μεταξύ αυτών, ο Θανασάρας. Ετών… παραπάνω από τη γιαγιά, θα υποθέσω λίγο πάνω από 80. Γεροντοπαλίκαρο, παλιός ναυτικός, γερό ποτήρι και πρώτος ξάδερφος του παππού (!)

Ανεβαίνουμε με τη μαμά μου στο χωριό να τη δούμε και η γιαγιά είναι ανάστατη. Κι επειδή ήταν σκληρή γυναίκα, για να είναι έτσι, κάτι σοβαρό φοβηθήκαμε…
Μ (μαμά μου): Τι τρέχει ρε μάνα;

Γ (γιαγιά μου): Άσι μι, Κατινάκ’, να σκάσου είμι… Ξέρ’ς τι έγινι;
Μ: Τι έγινε ρε μάνα?

Η γιαγιά να δαγκώνει το στόμα, να σταυρώνει να ξεσταυρώνει τα χέρια, να αναστενάζει, να γυρνάει τα μάτια στο ταβάνι…
Γ: Τι να σας που, πιδιά μ’… Ντρέπουμι κι να το ιπού…
Ε: Έλα ρε γιαγιά, πες μας τώρα… τι έγινε?

Γ: Ήρθι προυχτές ου Θανασάρας, π’ να μη σώσ’ (και μουντζώνει προς το μέρος του σπιτιού του)…ε, ήρθι μετά απ’ του καφενείου, πιουμένους ήταν, ξέρου τι ήταν ο μaλάκaς… (για να βρίζει η γιαγιά είναι πολύ σοβαρό!)… Ήρθι, ε, είπαμι δυο κ’βέντις, μ’ λέει “δε μ’ βά’εις ένα ούζου?” “Ε, να σ’ βάλου, Θανάσ’”

Κι γυρνάου απού κει, να ‘τοιμάσου το ούζου – ούζου ήταν, κρασί ήταν, δε θ’μόμαι τώρα – κι μο’ λεε “ιγώ, Θυμία, σι θαύμαζα πάντα, τόσου δυναμικιά γ’ναίκα” κι κατ’ τέτοια… ε, τ’ φκιάνου του πιουτό, κι όπως γυρνάου να ντ’ του δώσου, έχ’ κατιβάσ’ το παντιλόν’ κι κάθετ’ ικί, με ντ’ πούτσa όξω…
Πουω πουω!”

Εγώ με τη μάνα μου έχουμε μείνει άναυδες, μάλλον τραυλίζαμε δίφθογγους, ενώ ταυτόχρονα το κάνουμε εικόνα και είναι κωμικοτραγικό και προσπαθούμε να μάθουμε περισσότερα, να παρηγορήσουμε τη γιαγιά και να κρατήσουμε τα γέλια μας…

Γ: Γιλάς, Κατίνα? Γιλάτι, ρε πιδιά? Που ‘ρθε ου μaλάκaς μέσα στου σπίτι μ’, μέσα στο σπίτ’ τ’ ξαδερφού τ, να μ’ δείξ’ τ’ν πούτσa τ’? Δεν ξανάπαθα τέτοιου πράμα… Ήρθαν στου χουριό νέα πιδιά, ανύπαντρα, ιργάτις, αλβανοί, άλλ’ ξέν’, κι κανένας δεν έκαμ’ τέτοιου πράμα… Ου μαλάκaς, π’ θα ‘ρθει μέσα στου σπίτ’ μας να μας γaμήσ’…
Ε: Και τι έκανες, ρε γιαγιά?

Γ: Τι να κάμου? “Ρε αϊ στου διάουλου απου δω, γένε μ’ χούμα” τ’ λέου… “Ιξαφανίσ’ απ’ του σπίτι μ’, δε ντράπ’κες τουν ξάδερφου σ, δεν ντράπ’κες απού μένα, μιγάλ’ γ’ναίκα, ήρθις ιδώ να ξιβρακουθίς? Μπου στου διαλ’ γένε μ’ άμουρους*!” Κι έφ’κι”
(*γίνε μου άμουρος ή άμορος – δεν έχω ιδέα τι σημαίνει, το έλεγε η γιαγιά μου, κάτι σαν να σε στέλνει στο διάολο)

Εγώ με τη μάνα μου κλαίμε από τα γέλια, γελάει κι εκείνη πια, αλλά είναι και έξαλλη και συνεχίζει να τον στολίζει κανονικότατα
Γ: Δε φουβ’θήκαμι κανέναν μέχρι τώρα, ξέν’ς, ιργάτις, δε φουβήθ’κα στα νιάτα μ’, δεν τόλμησι κανένας να σ’κώσ’ τα μάτια τ’, θα ρθει ου Θανασάρας στα τρίμηνα τ’ Χρίστ να μας δείξ’ τ’ν πούτσa τ? Αϊ στου διάουλου, του παλιουκαθίκ’, π’ τουν βάλαμι σπίτ’ μας, τρεις μήνις ο παππούς πιθαμένους κι ήρθι να μας γaμήσ’?

Στην αρχή, φουβήθ’κα… Έλιγα “σε ποιον να του ιπού να με π’στέψ’? Αλλά μιτά… τ’ν άλλ’ μέρα, βγήκα όξου στου μπαλκόν’ τ’ν ώρα π’ γύρναε απ’ του καφενείου, και τ’ λέου “Θανάσ’, αυτόν του δρόμου, ξέχαστουν! Μην τολμή’εις κι ξαναπιρά’εις απού δω, θα σι κάνου ρεζίλ’ σ’ όλου του χουριό!

Κι δεν ξαναπέρασ’ από ‘ξω, κι όπουτι μι βλέπ’ στου δρόμου, κάν’ ότ’ κ’τάει αλλούθε… Ου μaλάκaς, ου κοπρίτ’ς!”
Έχουμε κατουρηθεί κυριολεκτικά, η γιαγιά έχει ξαλαφρώσει κάπως… ρωτάει η μάνα μου
Μ: Και δε μου λες, ρε μάνα? Πώς ήταν?

Γ: Πουώς ήταν? Να, ιένα ιέτσι, μαραμένου… κρεμόταν…σα μαραμένου βλήτου ήταν… τι ήταν? Κι ήρθι να μας γaμίσ’!”

Η γιαγιούλα μου <3

(μου λείπει τόσο, τόσο πολύ 🥺 αυτό το ταμπεραμέντο της)

Bonus track:
Διηγούμαι την ιστορία στην πεθερά μου, συνομήλικη της γιαγιάς μου, και στην αδερφή της, 78 η μία, 70 η άλλη, χήρες και οι δύο αρκετά χρόνια…

Αφού δακρύσαμε από τα γέλια, γυρνάει η πεθερά μου στην αδελφή της και της λέει
“Τ’ ακούς, Κική? Έχουμε ελπίδα ακόμα”