Οι Αμερικανοί πολίτες είναι συνηθισμένοι σε μια συγκεκριμένη ρουτίνα που διέπει τις προεδρικές εκλογές εδώ και αιώνες. Εκτός από τους στρατιώτες, οι οποίοι, από την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, ψηφίζουν με επιστολική ψήφο, τους Αμερικανούς αστροναύτες που από το 1997 μπορούν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία από το… Διάστημα και όσες πολιτείες ενθαρρύνουν την εξ αποστάσεως ψήφο λόγω της πανδημίας της Covid-19, οι περισσότεροι ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες μια συγκεκριμένη ημέρα. Την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου.
Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στο 1884. Μέχρι τότε οι αμερικανικές πολιτείες μπορούσαν να ορίσουν τους εκλέκτορές τους οποιαδήποτε στιγμή εντός μιας περιόδου 34 ημερών, πριν την πρώτη Τετάρτη του Δεκεμβρίου. Η ανάπτυξη όμως του τηλέγραφου ανάγκασε το Κογκρέσο να ορίσει μια κοινή ημέρα των ομοσπονδιακών εκλογών, για μην να επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα μιας πολιτείας την πρόθεση ψήφου των κατοίκων μιας άλλης. Οι εκλογές του Νοεμβρίου ήταν βολικές, επειδή η συγκομιδή θα είχε ολοκληρωθεί και δεν είχε ακόμα ξεκινήσει ο χειμώνας που θα εμπόδιζε τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων. Η Τρίτη επιλέχθηκε ως Ημέρα Εκλογών, έτσι ώστε οι ψηφοφόροι να μπορούν να βρεθούν στην εκκλησία την Κυριακή, να ταξιδέψουν στο εκλογικό τμήμα τη Δευτέρα και να ψηφίσουν πριν από την Τετάρτη, ημέρα κατά την οποία οι αγρότες πωλούσαν, συνήθως, τα προϊόντα τους στις αγορές.
Το βράδυ των εκλογών μεγάλοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί προβλέπουν με μεγάλη ακρίβεια τον νικητή και ο υποψήφιος που έλαβε τις λιγότερες ψήφους παραδέχεται δημοσίως την ήττα του. Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας ο νεοεκλεγείς πρόεδρος απευθύνει μήνυμα στον αμερικανικό λαό και περιμένει μέχρι την 8η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία όλες οι πολιτείες των ΗΠΑ πρέπει να διευθετήσουν τυχόν εκλογικές διαφορές και να ονομασουν τον νικητή, διαφορετικά, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο, το Κογκρέσο μπορεί να αρνηθεί τις ψήφους από τις πολιτείες που δεν το έχουν πράξει.
Στη συνέχεια οι πολιτείες επιλέγουν τους εκλέκτορες που θα τις εκπροσωπήσουν και την 20ή Ιανουαρίου του επόμενου έτους, ή την 21η, εάν η προηγούμενη ημέρα είναι Κυριακή, το Σύνταγμα αναφέρει ότι η προεδρική θητεία έχει λήξει και ορκίζεται ο νέος πρόεδρος.
Ωστόσο, οι φετινές αμερικανικές προεδρικές εκλογές ενδέχεται να είναι τελείως διαφορετικές. Μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου περισσότεροι από 6,6 εκατ. Αμερικανοί είχαν ήδη ψηφίσει με επιστολική ψήφο, λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό, μια διαδικασία την οποία ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ έχει χαρακτηρίσει ως προσπάθεια αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Σύμφωνα με έρευνες στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι ψηφοφόροι που επέλεξαν την επιστολική ψήφο πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς, πράγμα που σημαίνει ότι, παρόλο που ο Τζο Μπάιντεν θα κερδίζει περισσότερες ψήφους κατά τη διάρκεια της καταμέτρησής τους, την ημέρα των εκλογών θα βρεθούν λιγότερα ψηφοδέλτια για τους Δημοκρατικούς στις κάλπες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προτρέψει τους υποστηρικτές του να βρεθούν στα εκλογικά τμήματα και να παρακολουθούν προσεκτικά τη διαδικασία, κάτι που προκαλεί φόβους για πιθανή παρουσία σκληρών οπαδών του Αμερικανού προέδρου. Παράλληλα, όπως αναφέρουν διεθνή μέσα ενημέρωσης, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν μια στρατιά δικηγόρων σε πλήρη ετοιμότητα για να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα πολλών ψηφοδελτίων. Ρεπουμπλικανοί πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να σπείρουν επίσης αμφιβολίες για τα αποτελέσματα, ξεκινώντας έρευνες για «παράτυπες διαδικασίες».
Απέναντι σε αυτό το εφιαλτικό σενάριο, το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν έχει και αυτό συγκεντρώσει μια στρατιά δικηγόρων, οι οποίοι σχεδίασαν ένα «πρόγραμμα προστασίας των ψηφοφόρων» για να ανταποκριθούν στις πιθανές προσπάθειες καταστολής και εκφοβισμού τους. Σε πολιτείες-«κλειδιά» για την ανάδειξη προέδρου, όπως η Πενσυλβανία και η Φλόριντα, ο Τραμπ θα μπορούσε να καθυστερήσει τη διαδικασία καταμέτρησης μέχρι και την 8η Δεκεμβρίου, όταν βάσει του αμερικανικού Νόμου οι πολιτείες θα πρέπει να έχουν αποστείλει στους ομοσπονδιακούς φορείς τα αποτελέσματα των εκλογών, διαφορετικά, το Κογκρέσο μπορεί να αρνηθεί να τα κάνει δεκτά.
Σε μια τέτοια περίπτωση, οι πολιτειακές κυβερνήσεις μπορούν να αγνοήσουν τις ψήφους των πολιτών και να ορίσουν οι ίδιες τους εκλέκτορες που θα επιλέξουν τον επόμενο πρόεδρο. Οι Ρεπουμπλικάνοι -που ελέγχουν πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, την Πενσυλβάνια, τη Βόρεια Καρολίνα, την Φλόριντα, την Αριζόνα και το Ουισκόνσιν- θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι τα αποτελέσματα των εκλογών είναι παράνομα, επικαλούμενοι την αμφισβητούμενη διαδικασία καταμέτρησης και να ορίσουν εκλέκτορες που θα υποστηρίξουν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ως απάντηση, οι Δημοκρατικοί κυβερνήτες θα μπορούσαν να ανακηρύξουν τις εκλογές νόμιμες και να στείλουν δικούς τους εκλέκτορες. Δηλαδή, και τα δύο κόμματα θα υποστήριζαν ότι έχουν κερδίσει τις εκλογές.
Καθώς το Σύνταγμα και οι Νόμοι των ΗΠΑ δεν έχουν μια σαφή απάντηση σε ένα τόσο δύσκολο ερώτημα, εάν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αρκετών Αμερικανών ειδικών, τότε η χώρα θα βιώσει μια άνευ προηγουμένη συνταγματική κρίση. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, που αναφέρουν διεθνή ΜΜΕ, τη λύση θα μπορούσε να δώσει ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και πρόεδρος της Γερουσίας Μάικ Πενς, αποφασίζοντας πους εκλέκτορες που θα αποδεχθεί, χρίζοντας ουσιαστικά τον Ντόναλντ Τραμπ εκ νέου πρόεδρο των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με άλλες ερμηνείες του Νόμου, το ζήτημα δεν θα αφορά στη Γερουσία, αλλά στην Νάνσι Πελόζι, την πρόεδρο του δεύτερου σώματος του Κογκρέσου, της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία θα μπορούσε να αναλάβει προσωρινά καθήκοντα προέδρου, μέχρι να αποφασίσει το Κογκρέσο.
Ωστόσο, εάν δεν υπάρξει συναίνεση, τότε στο ζήτημα της εκλογής του επόμενου Αμερικανού προέδρου ενδέχεται να εμπλακεί το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, μια εξέλιξη την οποία απεύχονται άπαντες στις ΗΠΑ, καθώς θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία που το Δικαστήριο προσπαθεί εδώ αιώνες να διατηρήσει.
Ακόμα και εάν τα προαναφερθέντα σενάρια φαντάζουν ακραία, το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ, αλλά και υπόλοιπος κόσμος, να μη γνωρίζουν ποιος είναι ο επόμενος «πλανητάρχης» για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι περισσότερο από πιθανό.