Πέθανε σε ηλικία 43 μόλις ετών η ερευνήτρια της απολιθωμένης ζωής του απολιθωμένου δάσους Σιγρίου Λέσβου δρ. Κατερίνα Βασιλειάδου
Η δρ. Κατερίνα Βασιλειάσου έφυγε από τη ζωή μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ερευνήτρια παθιασμένη με το απολιθωμένο δάσος συνέβαλε τα μέγιστα στην ταυτοποίηση της ζωής στην περιοχή πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Ανάμεσα τους και ο κροκόδειλος που ζούσε στην περιοχή του Γαβαθά και τον ταυτοποίησε από τα απολιθωμένα δόντια που βρέθηκαν σε μια ανασκαφή.
Την Κατερίνα Βασιλειάδου αποχαιρέτησε σήμερα με ανάρτηση του στη σελίδα του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο Νίκος Ζούρος Διευθυντής του Μουσείου Φυσικής ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου.
Ανέφερε ο κ. Ζούρος:
«Έφυγε σήμερα για το μεγάλο ταξίδι η Δρ. Κατερίνα Βασιλειάδου, η Κατερίνα μας… Σπουδαίος άνθρωπος, εξαιρετική ερευνήτρια, ακριβή φίλη….
Έδωσε με απίστευτη δύναμη και κουράγιο μια τιτάνια μάχη για τη ζωή τα τελευταία χρόνια, κάτω από τις πιό αντίξοες συνθήκες, πάντα με χαμόγελο.
Όλοι στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου είμαστε συγκλονισμένοι για τη μεγάλη απώλεια.
Καλό Παράδεισο Κατερίνα.».
Μια συνέντευξη της πριν εννέα χρόνια
Στη μνήμη της Κατερίνας Βασιλειάδου αναδημοσιερύουμε σήμερα ένα ρεπορτάζ του Στρατής Μπαλάσκα στην «Ελευθεροτυπία» του 2011 με «πρωταγωνίστρια» τη νέα επιστήμονα που τόσο πρόωρα χάθηκε.
Πάνε 20 εκατομμύρια χρόνια από τότε που η «κοσμογονία» της εποχής είχε ως αποτέλεσμα η μεγάλη λίμνη στη θέση της σημερινής βορειοδυτικής Λέσβου και το τριγύρω της περιβάλλον με το υποτροπικό κλίμα να καταχωθεί κάτω από στρώματα λάβας και στη συνέχεια να απολιθωθεί… Οι σημερινοί επισκέπτες στο ήρεμο περιβάλλον της περιοχής του Σιγρίου, αλλά και της Άντισσας και της Ερεσού, απολαμβάνουν τη φύση και το μοναδικό γεωπάρκο της δυτικής Λέσβου με τα μοναδικά απολιθωμένα δένδρα. Τη φυσική ιστορία του τόπου, που είναι και η φυσική ιστορία του πλανήτη.
Και κάποια στιγμή δικαιολογημένα αναρωτιούνται. Καλά… Εκτός από δένδρα, σε αυτό το μαγικό τοπίο εδώ, στο ίδιο σημείο του πλανήτη πριν 20 εκατομμύρια χρόνια, δε ζούσαν ζώα; Στο ερώτημα απάντησε πριν λίγα χρόνια η ανασκαφική σκαπάνη των επιστημόνων του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου. Το απολίθωμα μιας κάτω γνάθου ενός προδεινοθηρίου από την περιοχή του Γαβαθά έδειξε την ύπαρξη ενός τεράστιου ζώου που έσβησε αποκλεισμένο στην άκρη της μεγάλης λίμνης που υπήρχε εκεί…
Και μετά; Μετά τίποτα. Έως ότου πριν λίγες μέρες, στο 9ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Παλαιοντολόγων Σπονδυλωτών Ζώων που διοργανώθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, στο Ηράκλειο, η γεωλόγος παλαιοντολόγος Κατερίνα Βασιλειάδου, ερευνήτρια του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου, έδειξε έναν απίθανο κόσμο που ζούσε εκεί, ανάμεσα στα απολιθωμένα δένδρα που υψώνονται σήμερα στον ουρανό ή κείτονται στη γη του Σιγρίου, αλλά και όλης της δυτικής Λέσβου. Σαλιγκάρια, λιμναία ψάρια, ερπετά ακόμα και κροκόδειλοι της εποχής, αλλά και μικρά θηλαστικά…
Οι πρόγονοι της ανθρώπινης παρουσίας σε ετούτο το κομμάτι γης εκατομμύρια χρόνια πριν την ύπαρξη του ανθρώπου. Έμβια όντα που επιμένουν να κραυγάζουν ως μικρά απολιθώματα για την ιστορία του πλανήτη και για την ανάγκη η γη μας να ζήσει…
Τα συμπεράσματα από τις πιο πρόσφατες ερευνητικές δραστηριότητες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου στην περιοχή της Άντισσας και η ανακάλυψη μικρού στρώματος λιμναίων ιζημάτων, πλούσιων σε απολιθώματα μικρόσωμων ζώων, παρουσιάστηκαν στο 9ο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Παλαιοντολόγων Σπονδυλωτών Ζώων που διοργανώθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, στο Ηράκλειο.
Όπως μας λέει η Κατερίνα Βασιλειάδου, «η παρουσίαση περιελάμβανε μικρή εισαγωγή για το απολιθωμένο δάσος και τα φυτικά του απολιθώματα, καθώς και το απολίθωμα του προδεινοθηρίου από το Γαβαθά. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν φωτογραφίες από τις πρόσφατες δειγματοληψίες ιζημάτων που δημιουργήθηκαν σε μεγάλη λίμνη που κάλυπτε τη βορειοδυτική Λέσβο, την περίοδο που ζούσε το υποτροπικό δάσος που αργότερα απολιθώθηκε.».
Η διαδικασία, χρονοβόρα αλλά και δύσκολη. Τα ιζήματα που συλλέχτηκαν, αρχικά πλύθηκαν στη θάλασσα και μετά με γλυκό νερό και κοσκινίστηκαν ώστε να φύγουν από μέσα τους οι πολύ μικροί κόκκοι (με μέγεθος μικρότερο του μισού χιλιοστού). Στη συνέχεια ακολούθησε πολύ προσεκτικό ψάξιμο του υπολείμματος κάτω από στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, το οποίο και οδήγησε στην εύρεση απολιθωμάτων σαλιγκαριών, απομονωμένων δοντιών, ωτόλιθων, οστέινων τμημάτων πτερυγίων και σπονδύλων λιμναίων ψαριών, τμημάτων μασητικών συσκευών μικρών ερπετών, δοντιών κροκόδειλων και δοντιών και οστών μικρόσωμων θηλαστικών.
«Τα απολιθώματα αυτά», συνεχίζει η κ. Βασιλειάδου, «μελετήθηκαν μορφολογικά και μετρικά, και συγκρίθηκαν με αντίστοιχα γνωστά απολιθώματα από άλλες περιοχές, τόσο της Ευρασίας όσο και πιο συγκεκριμένα της ανατολικής Μεσογείου, με στόχο την αναγνώριση των ειδών από τα οποία προέρχονται. Μεγάλο κομμάτι της συγκεκριμένης έρευνας πραγματοποιήθηκε στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Γεωλογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης (Ολλανδία).»
Τι βρέθηκε;
Οι συγκρίσεις έδειξαν πως τα λιμναία σαλιγκάρια που βρέθηκαν είναι υδρόβια μαλάκια γαστερόποδα, που ανέπνεαν αέρα (ύπαρξη ενός τύπου πνεύμονα και απουσία βραγχίων), των οικογενειών Planorbidae και Lymnaeidae, τα οποία κατοικούσαν στη μεγάλη λίμνη που κάλυπτε την περιοχή.
Τα φαρυγγικά δόντια, οι ωτόλιθοι και τα υπόλοιπα υπολείμματα ψαριών ανήκουν σε λιμναία μικρόσωμα ψάρια της οικογένειας Cyprinidae (κυπρίνοι – βάρβοι), πολλοί εκπρόσωποι των οποίων ζουν και σήμερα σε γλυκά νερά. Χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της οικογένειας αυτής είναι τα «μουστάκια» που έχουν μερικά είδη στο στόμα τους, που χρησιμοποιούνται κατά την ανίχνευση τροφής.
Ο κροκόδειλος της… Άντισσας!
Τα δόντια κροκόδειλου ανήκουν σε ένα μικρόσωμο αλιγάτορα του γένους Diplocynodon. Ο αλιγάτορας αυτός είχε μήκος μέχρι δυο μέτρα, είχε οστέινα λέπια που κάλυπταν εξωτερικά το λαιμό, την πλάτη, την κοιλιά και την ουρά του. Έμοιαζε πολύ με το σημερινό αλιγάτορα Caiman, της κεντρικής και νότιας Αμερικής.
Ο σημερινός εκπρόσωπος είναι νυκτόβιος, κολυμπάει σε γλυκά νερά πεδινών υγροτόπων (μπορεί να ανεχθεί και το θαλασσινό νερό) χρησιμοποιώντας την ουρά του ως προπέλα και τρέφεται με μικρά υδρόβια ζώα (π.χ. έντομα, μαλάκια, καρκινοειδή, ψάρια). Η ομοιότητα των σκελετών των σημερινών Caiman με τους απολιθωμένους δείχνει πως ο τρόπος ζωής των εξαφανισμένων ήταν παρόμοιος με των σημερινών.
Απολιθώματα του γένους Diplocynodon έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές της Αμερικής και της Ευρώπης, με ηλικίες από το Ύστερο Κρητιδικό (περίπου 80 εκατομμύρια χρόνια) μέχρι το Μέσο Μειόκαινο (περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια).
Τα δόντια των μικρών θηλαστικών που βρέθηκαν, ανήκουν σε διάφορες οικογένειες. Πολύ λίγα από αυτά ανήκουν σε νυκτερίδες, που όμως δεν μπορούν να αναγνωριστούν με ακρίβεια, αφού το υλικό που βρέθηκε δεν είναι επαρκές για κάτι τέτοιο. Επίσης, βρέθηκαν δόντια από τρεις οικογένειες εντομοφάγων μικροθηλαστικών, συγκεκριμένα των οικογενειών Erinaceidae (σκαντζόχοιροι), Talpidae (τυφλοπόντικες) και Soricidae (μυγαλές). «Το υλικό είναι πάρα πολύ λίγο και δεν είναι δυνατή η αναγνώριση των αντίστοιχων ειδών που περιέχονται στην απολιθωμένη πανίδα», μας λέει η κ. Βασιλειάδου.
Καλύτερα εκπροσωπούνται στην πανίδα τα τρωκτικά, με εκπροσώπους δύο οικογενειών. Η οικογένεια Muridae, που περιλαμβάνει τα σημερινά ποντίκια και τους αρουραίους, εκπροσωπείται από δύο διαφορετικά είδη: ένα είδος του γένους Eumyarion και ένα είδος του γένους Democricetodon. Και τα δύο γένη είναι σήμερα εξαφανισμένα και δεν είναι γνωστή η ακριβής μορφή τους, θεωρείται πάντως πως έμοιαζαν αρκετά με τα σημερινά χάμστερ.
Το πρώτο γένος, Eumyarion, ήταν ένα φυτοφάγο τρωκτικό που ζούσε και κινούνταν στο έδαφος και είχε εξάπλωση σε ολόκληρη την Ευρασία, από την Κίνα μέχρι την Ισπανία, κατά το Ολιγόκαινο και Μειόκαινο (περίπου 30 με πέντε εκατομμύρια χρόνια). Το Eumyarion που βρέθηκε στη Λέσβο, είναι μεσαίου μεγέθους (περίπου όπως ένα σημερινό χάμστερ) και έχει ομοιότητες με δύο είδη που έχουν βρεθεί, με ηλικίες 18 με
10 εκατομμυρίων χρόνων, κυρίως σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης, ενώ έχουν βρεθεί και στις ελληνικές απολιθωματοφόρες θέσεις Αλιβέρι Ευβοίας και Καρυδιά Κομοτηνής, με ηλικία περίπου 17,5 εκατομμυρίων χρόνων.
Το γένος Democricetodon ήταν και αυτό φυτοφάγο και ζούσε και κινούνταν στο έδαφος. Έζησε περίπου πριν από 20 μέχρι εννέα εκατομμύρια χρόνια, σε ολόκληρη την Ευρασία.
Το είδος που βρέθηκε στη Λέσβο, παρ’ όλο που δεν μπορεί να αναγνωριστεί με ακρίβεια, έμοιαζε με δύο γνωστά είδη μεσαίου μεγέθους που έζησαν σε πολλές περιοχές της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και στην ανατολική Μεσόγειο, πριν από 20 με 11 εκατομμύρια χρόνια. Στην Ελλάδα έχουν βρεθεί παρόμοια απολιθώματα στο Αλιβέρι Ευβοίας, στην Καρυδιά Κομοτηνής, τα Θυμιανά Χίου, με ηλικίες περίπου 17,5 με 16 εκατομμυρίων χρόνων.
Το τρωκτικό που μπορεί με βεβαιότητα να αναγνωριστεί από το υλικό της Λέσβου είναι το είδος Glirulus diremptus, ένα είδος μυωξού που σήμερα έχει εξαφανιστεί. Ζούσε στην κεντρική Ευρώπη και την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου πριν από περίπου 20 με εννέα εκατομμύρια χρόνια. Το γένος Glirulus σήμερα εκπροσωπείται μόνο με ένα είδος, το Glirulus japonicus, που είναι γνωστό ως «ιαπωνικός μυωξός», αφού ζει μόνο στην Ιαπωνία. Είναι νυκτόβιο μικρόσωμο τρωκτικό, που τρέφεται κυρίως με νέκταρ και γύρη και διαβιεί σε δάση.
Η παλιά πανίδα
Η πανίδα που βρέθηκε καθώς επίσης και η στρωματογραφική θέση του στρώματος ιζημάτων που την περιέχει, δείχνουν πως μάλλον πρόκειται για μια πολύ παλιά πανίδα, ίσως από τις παλαιότερες πανίδες θηλαστικών ζώων που έχουν βρεθεί στη χώρα μας, αφού είναι σίγουρα παλαιότερη από 18 εκατομμυρίων χρόνων, ενώ μπορεί η ηλικία της να είναι ακόμη και 19 με 20 εκατομμυρίων χρόνων. Τα ιζήματα που περιέχουν τα απολιθώματα αυτά είναι πιθανότατα παλαιότερα από αυτά που περιείχαν το απολίθωμα του προδεινοθηρίου που βρέθηκε λίγο πιο βόρεια, και άρα και τα απολιθώματα είναι μάλλον παλαιότερα.
«Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη», λέει η κ. Βασιλειάδου, «σχετίζονται και με το περιβάλλον της περιοχής της εποχή που τα ζώα αυτά ζούσαν. Ο αλιγάτορας Diplocynodon ζούσε μέσα σε λίμνες σε υποτροπικά θερμά κλίματα και υποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιας λίμνης στην περιοχή της Άντισσας (συμπέρασμα που επίσης προκύπτει από την ύπαρξη των λιμναίων ιζημάτων στην περιοχή). Επίσης, ο μυωξός Glirulus diremptus
θεωρείται πως τρεφόταν με φρούτα, έντομα, αυγά πουλιών και μικρά ζώα, ήταν εξ ολοκλήρου δενδρόβιος και ζούσε σε ώριμα δάση, σε ορεινές χαμηλού υψομέτρου μέχρι και υποαλπικές περιοχές. Με βάση την ύπαρξη του είδους αυτού στη Λέσβο, επιβεβαιώνεται πως τα ζώα αυτά ήταν οι κάτοικοι του υποτροπικού δάσους που σκέπαζε την περιοχή πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια και απολιθώθηκε λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας.»
Και γιατί όλα αυτά; Γιατί «η περαιτέρω μελέτη των ιζημάτων και περιεχόμενων ζωικών απολιθωμάτων μπορεί να οδηγήσει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για τις βιοκοινωνίες στην ανατολική Μεσόγειο κατά το Πρώιμο Μειόκαινο (20 εκατομμύρια έτη) και για την εξέλιξη των ζώων αυτών.
Επίσης, θα μπορέσουμε ίσως να δώσουμε μια πιο ακριβή χρονολόγηση για τα συγκεκριμένα ιζήματα, καθώς και να καταλάβουμε την παλαιογεωγραφία της περιοχής, αφού θα διαπιστώσουμε εάν τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή είχαν έρθει από τα δυτικά ή από τα ανατολικά και άρα θα καταλάβουμε με ποιες περιοχές υπήρχαν ηπειρωτικές συνδέσεις. Τέλος, οι πρόσφατες αυτές ερευνητικές δραστηριότητες του Απολιθωμένου
Δάσους θα οδηγήσουν στην καλύτερη γνώση του οικοσυστήματος της περιοχής πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, αφού έχουμε πλέον αρχίσει να γνωρίζουμε και τα ζώα του υποτροπικού δάσους που ήκμαζε την περίοδο εκείνη στην περιοχή της σημερινής Λέσβου», καταλήγει η κ. Βασιλειάδου.
Και η έρευνα συνεχίζεται…
H έρευνα για ζωικά απολιθώματα και ειδικότερα μικροθηλαστικά, στην περιοχή της Άντισσας, ξεκίνησε το 2005 με τον εντοπισμό των απολιθωματοφόρων οριζόντων από την ερευνητική ομάδα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, στην οποία συμμετείχαν ο διευθυντής του Μουσείου, αναπληρωτής καθηγητής Νίκος Ζούρος, και ο υπεύθυνος του Τμήματος Ερευνών, γεωλόγος Ηλίας Βαλιάκος, σε συνεργασία με τον καθηγητή Steininger, διευθυντή του Μουσείου Senckenberg της Γερμανίας.
Οι δειγματοληψίες του υλικού που περιέχει τα ζωικά ευρήματα ξεκίνησαν το καλοκαίρι τού 2007 από το επιστημονικό προσωπικό του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, με τη συμμετοχή φοιτητών του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι δειγματοληψίες και η επεξεργασία του υλικού πραγματοποιήθηκαν με την ευθύνη της Κατερίνας Βασιλειάδου, η οποία στη συνέχεια μελέτησε και προσδιόρισε τα απολιθώματα.
«Η έρευνα», μας είπε χθες ο κ. Ζούρος, «συνεχίζεται όχι μόνο στην περιοχή της Άντισσας, αλλά και σε όλη την προστατευόμενη περιοχή του απολιθωμένου δάσους, για τον προσδιορισμό των στοιχείων της χλωρίδας και της πανίδας που δίνουν την ολοκληρωμένη εικόνα του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής και συγκροτούν ένα μοναδικό απολιθωμένο δασικό οικοσύστημα. Η συστηματική έρευνα του Μουσείου είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό των υποθαλάσσιων απολιθωματοφόρων θέσεων, που πρόκειται να αναδειχθούν μέσω του έργου με τίτλο «Ανάδειξη και αξιοποίηση Απολιθωμένου Δάσους Νησίδας Νησιώπης», που εντάχθηκε στο Πρόγραμμα ΕΣΠΑ – ΠΕΠ Κρήτης και Νήσων Αιγαίου.»
Κι άλλα ευρήματα
«Στη νησίδα Νησιώπη», συνεχίζει ο κ. Ζούρος, «έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα, από τις ερευνητικές εργασίες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, χερσαία και θαλάσσια τμήματα απολιθωμένων κορμών. Σχεδόν σε όλη την έκταση του νησιού έχουν εντοπισθεί εκατοντάδες απολιθωμένοι κορμοί δένδρων, ιστάμενοι ή κατακείμενοι, με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Η μεγάλη συγκέντρωση φυτικών απολιθωμάτων στη Νησιώπη την καθιστά ένα μοναδικό γεώτοπο.
Στη δυτική πλευρά του νησιού, η δράση των κυμάτων αποκαλύπτει γιγαντιαίους κορμούς κωνοφόρων (προγονικές μορφές σεκόιας), αλλά και αγγειόσπερμων δένδρων, που κείτονται στην ακρογιαλιά. Στη θαλάσσια περιοχή γύρω από το νησί, εμφανίζονται δεκάδες απολιθωμένοι κορμοί δένδρων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας», καταλήγει ο κ. Ζούρος.
‘Πηγή: stonisi.gr